- χρυσομελίδες
- οι, Νζωολ. βλ. χρυσομηλίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
χρυσομηλίδες — και εσφ. τ. χρυσομελίδες, οι, Ν ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysomelidae < chrysomela (βλ. λ. χρυσομήλη). Η λ., στον λόγιο τ. χρυσομηλίδαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek